ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ χαράτσι χωρίς ουσιαστική ανταπόδοση ετοιμάζεται να επιβάλει η κυβέρνηση σε περίπου 600.000 εργαζόμενους που έχουν διπλή απασχόληση.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο και με μοναδικό στόχο την αύξηση των εσόδων των ταμείων, το υπουργείο Εργασίας θα υποχρεώσει όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων να ασφαλίζονται εκτός από τον κύριο φορέα τους και στο αντίστοιχο κλαδικό ταμείο της δεύτερης απασχόλησής τους. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να επηρεάσει:
- Περίπου 100.000 επιστήμονες-ελεύθερους επαγγελματίες και δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι όταν έχουν μια ετεροαπασχόληση δεν υποχρεούνται μέχρι σήμερα σε αντίστοιχη ασφάλιση, έστω και αν πρόκειται για εντελώς διαφορετικό κλάδο. Πρόκειται κυρίως για μηχανικούς, γιατρούς και δικηγόρους οι οποίοι όταν έχουν στο όνομά τους και λειτουργούν ένα κατάστημα ή ένα ξενοδοχείο δεν υποχρεούνται, εκτός του ΤΣΑ, του ΤΣΑΥ ή του Ταμείου Νομικών αντιστοίχως, να ασφαλίζονται και στον ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ). Το ίδιο ισχύει για αστυνομικούς ή δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι νόμιμα ασκούν δεύτερο επάγγελμα.
- Όλους τους νέους, μετά το 1992, ασφαλισμένους οι οποίοι απαλλάσσονται της υποχρέωσης για διπλή ασφάλιση με τον νόμο 2084/92 (Σιούφα). Σε αυτή την κατηγορία εργαζομένων ανήκουν σχεδόν οι 2 στους 3 εργαζόμενους σήμερα και σίγουρα η συντριπτική πλειονότητα των οικονομικών προσφύγων (μετανάστες) οι οποίοι εισήλθαν στη χώρα μετά το 1990 και εμφανίστηκαν στο ασφαλιστικό σύστημα -όσοι εμφανίστηκαν- πολύ αργότερα. Υπολογίζεται ότι σε αυτή την κατηγορία εργαζομένων ανήκουν σήμερα 3 εκατομμύρια ασφαλισμένοι εκ των οποίων οι 500.000 εξ αυτών ασκούν και μια δεύτερη δουλειά, χωρίς όμως υποχρέωση ασφάλισης και σε δεύτερο ταμείο. Σύμφωνα με την ενημέρωση που παρείχε ο υπουργός Εργασίας Ανδρέας Λοβέρδος στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, με το νέο ασφαλιστικό νόμο θα «θεσμοθετηθεί η παράλληλη απασχόληση για όλες τις κατηγορίες ασφαλισμένων που έχουν ασφαλιστεί από το 1993». Για να συνεχίσει σε πιο ειδικά θέματα όπως: «Πρότασή μας είναι να συμπεριλάβει το μέτρο και τους δημόσιους υπαλλήλους».
Στην περίπτωση της διπλής ασφάλισης το μόνο προφανές όφελος είναι η αύξηση των εσόδων των ταμείων. Αντίθετα, δεν φαίνεται να προκύπτει σαφές κέρδος (ανταποδοτική παροχή) και για τους ασφαλισμένους οι οποίοι θα βλέπουν τις υψηλές εισφορές τους να καταλήγουν στον πίθο των Δαναΐδων του ασφαλιστικού.
Ο λόγος γιατί οι προ του 1993 ασφαλισμένοι (επιστήμονες και δημόσιοι υπάλληλοι), από τους οποίου η κυβέρνηση προσδοκά να εισπράξει άνω των 200 εκατ. ευρώ το χρόνο, βρίσκονται ήδη κοντά στο όριο της σύνταξης και είτε δεν υφίστανται τα χρονικά περιθώρια για θεμελίωση και δεύτερου συνταξιοδοτικού δικαιώματος (τουλάχιστον 15ετία στο 65ο έτος της ηλικίας) είτε ο ασφαλισμένος πρέπει να βγει στη σύνταξη από την μια απασχόληση (π.χ. στο 58ο ή 60ό έτος) και να συνεχίσει την εργασία στη δεύτερη δουλειά προκειμένου να συμπληρώσει τις προϋποθέσεις της δεύτερης σύνταξης.
Οι μετά το 1993
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για τους «νέους» (μετά το 1993) ασφαλισμένους οι οποίοι, στην περίπτωση που υποχρεωθούν σε παράλληλη ασφάλιση, θα πληρώνουν επιπλέον εισφορές από 11% (υποχρεωτική ασφάλιση σε κύρια και επικουρική σύνταξη συν 20% ο εργοδότης όταν πρόκειται για μισθωτούς), και έως 300 ευρώ το μήνα στον ΟΑΕΕ, στην περίπτωση που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα. Οι εισφορές αυτές όχι μόνο θα πάνε στράφι αλλά θα λειτουργούν και εις βάρος των ασφαλίστρων στην πρώτη (κύρια) απασχόληση (αντικίνητρα). Και τούτο για δύο λόγους:
1. Η βασική σύνταξη των 360 ευρώ που θα χορηγεί το Δημόσιο σε όσους βγουν στη σύνταξη από το 2018 και μετά θα δίνεται ατομικά στον δικαιούχο (φυσικό πρόσωπο) και δεν θα είναι ενσωματωμένη εντός της συνταξιοδοτικής παροχής του ταμείου όπως γίνεται σήμερα. Αρα δεν υπάρχει περιθώριο για δεύτερη κοινωνική παροχή (σημ. σήμερα 484 ευρώ, ενώ με βάση τα ένσημα αναλογεί σύνταξη 200 ευρώ) και
2. Από το 2018 θα ισχύουν εισοδηματικά κριτήρια τόσο για τη βασική σύνταξη, άρα με την δεύτερη παροχή θα κόβεται η κρατική σύνταξη των 360 ευρώ, θα επιβληθεί και εισφορά 1%-5% υπέρ του ταμείου αλληλεγγύης (τύπου ΛΑΦΚΑ) στις υψηλές συντάξεις.
Σύμφωνα με το κυβερνητικό σχέδιο και με μοναδικό στόχο την αύξηση των εσόδων των ταμείων, το υπουργείο Εργασίας θα υποχρεώσει όλες τις κατηγορίες των εργαζομένων να ασφαλίζονται εκτός από τον κύριο φορέα τους και στο αντίστοιχο κλαδικό ταμείο της δεύτερης απασχόλησής τους. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να επηρεάσει:
- Περίπου 100.000 επιστήμονες-ελεύθερους επαγγελματίες και δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι όταν έχουν μια ετεροαπασχόληση δεν υποχρεούνται μέχρι σήμερα σε αντίστοιχη ασφάλιση, έστω και αν πρόκειται για εντελώς διαφορετικό κλάδο. Πρόκειται κυρίως για μηχανικούς, γιατρούς και δικηγόρους οι οποίοι όταν έχουν στο όνομά τους και λειτουργούν ένα κατάστημα ή ένα ξενοδοχείο δεν υποχρεούνται, εκτός του ΤΣΑ, του ΤΣΑΥ ή του Ταμείου Νομικών αντιστοίχως, να ασφαλίζονται και στον ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ). Το ίδιο ισχύει για αστυνομικούς ή δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι νόμιμα ασκούν δεύτερο επάγγελμα.
- Όλους τους νέους, μετά το 1992, ασφαλισμένους οι οποίοι απαλλάσσονται της υποχρέωσης για διπλή ασφάλιση με τον νόμο 2084/92 (Σιούφα). Σε αυτή την κατηγορία εργαζομένων ανήκουν σχεδόν οι 2 στους 3 εργαζόμενους σήμερα και σίγουρα η συντριπτική πλειονότητα των οικονομικών προσφύγων (μετανάστες) οι οποίοι εισήλθαν στη χώρα μετά το 1990 και εμφανίστηκαν στο ασφαλιστικό σύστημα -όσοι εμφανίστηκαν- πολύ αργότερα. Υπολογίζεται ότι σε αυτή την κατηγορία εργαζομένων ανήκουν σήμερα 3 εκατομμύρια ασφαλισμένοι εκ των οποίων οι 500.000 εξ αυτών ασκούν και μια δεύτερη δουλειά, χωρίς όμως υποχρέωση ασφάλισης και σε δεύτερο ταμείο. Σύμφωνα με την ενημέρωση που παρείχε ο υπουργός Εργασίας Ανδρέας Λοβέρδος στους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, με το νέο ασφαλιστικό νόμο θα «θεσμοθετηθεί η παράλληλη απασχόληση για όλες τις κατηγορίες ασφαλισμένων που έχουν ασφαλιστεί από το 1993». Για να συνεχίσει σε πιο ειδικά θέματα όπως: «Πρότασή μας είναι να συμπεριλάβει το μέτρο και τους δημόσιους υπαλλήλους».
Στην περίπτωση της διπλής ασφάλισης το μόνο προφανές όφελος είναι η αύξηση των εσόδων των ταμείων. Αντίθετα, δεν φαίνεται να προκύπτει σαφές κέρδος (ανταποδοτική παροχή) και για τους ασφαλισμένους οι οποίοι θα βλέπουν τις υψηλές εισφορές τους να καταλήγουν στον πίθο των Δαναΐδων του ασφαλιστικού.
Ο λόγος γιατί οι προ του 1993 ασφαλισμένοι (επιστήμονες και δημόσιοι υπάλληλοι), από τους οποίου η κυβέρνηση προσδοκά να εισπράξει άνω των 200 εκατ. ευρώ το χρόνο, βρίσκονται ήδη κοντά στο όριο της σύνταξης και είτε δεν υφίστανται τα χρονικά περιθώρια για θεμελίωση και δεύτερου συνταξιοδοτικού δικαιώματος (τουλάχιστον 15ετία στο 65ο έτος της ηλικίας) είτε ο ασφαλισμένος πρέπει να βγει στη σύνταξη από την μια απασχόληση (π.χ. στο 58ο ή 60ό έτος) και να συνεχίσει την εργασία στη δεύτερη δουλειά προκειμένου να συμπληρώσει τις προϋποθέσεις της δεύτερης σύνταξης.
Οι μετά το 1993
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για τους «νέους» (μετά το 1993) ασφαλισμένους οι οποίοι, στην περίπτωση που υποχρεωθούν σε παράλληλη ασφάλιση, θα πληρώνουν επιπλέον εισφορές από 11% (υποχρεωτική ασφάλιση σε κύρια και επικουρική σύνταξη συν 20% ο εργοδότης όταν πρόκειται για μισθωτούς), και έως 300 ευρώ το μήνα στον ΟΑΕΕ, στην περίπτωση που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα. Οι εισφορές αυτές όχι μόνο θα πάνε στράφι αλλά θα λειτουργούν και εις βάρος των ασφαλίστρων στην πρώτη (κύρια) απασχόληση (αντικίνητρα). Και τούτο για δύο λόγους:
1. Η βασική σύνταξη των 360 ευρώ που θα χορηγεί το Δημόσιο σε όσους βγουν στη σύνταξη από το 2018 και μετά θα δίνεται ατομικά στον δικαιούχο (φυσικό πρόσωπο) και δεν θα είναι ενσωματωμένη εντός της συνταξιοδοτικής παροχής του ταμείου όπως γίνεται σήμερα. Αρα δεν υπάρχει περιθώριο για δεύτερη κοινωνική παροχή (σημ. σήμερα 484 ευρώ, ενώ με βάση τα ένσημα αναλογεί σύνταξη 200 ευρώ) και
2. Από το 2018 θα ισχύουν εισοδηματικά κριτήρια τόσο για τη βασική σύνταξη, άρα με την δεύτερη παροχή θα κόβεται η κρατική σύνταξη των 360 ευρώ, θα επιβληθεί και εισφορά 1%-5% υπέρ του ταμείου αλληλεγγύης (τύπου ΛΑΦΚΑ) στις υψηλές συντάξεις.
Χρήστος Μέγας
Πηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
Με θάρρος